-
1 şizofren
σχιζοφρενής -
2 шизофрения
мед. η σχιζοφρένειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шизофрения
-
3 schizophrenic
[-'fre-]adjective σχιζοφρενής,σχιζοφρενικός -
4 шизофреник
-а α.-ничка, -и θ.σχιζοφρενικός, -ή, σχιζοφρενής.
См. также в других словарях:
σχιζοφρενής — ές, Ν αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + φρενής (< φρην, φρενός)] … Dictionary of Greek
σχιζοφρενής, ο — η αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχιζοφρενικός — ή, ό σχιζοφρενής ή αυτός που αναφέρεται στη σχιζοφρενία: Παρουσιάζει σχιζοφρενικά συμπτώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)